εὐρύοδος
Look at other dictionaries:
ευρύοδος — εὐρύοδος, ον (Α) ευρυεδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ευρυεδής*] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek